Παρασκευή 8 Μαΐου 2020

Απεργία πείνας έως θανάτου


Helin θα ξανατραγουδήσεις,

θα είσαι με το άσπρο φόρεμά σου,
σε μια γωνία θα παίζει μπάσο ο Ibrahim,
o Mustafa χαμογελώντας θα κρατά μια κόκκινη κορδέλα

και πάνω στα λευκά σας κομοδίνα 
δεν θα υπάρχει ένας θαυμάσιος θάνατος
μα ένα βαζάκι με γλυκό κεράσι

(Ολυμπία Σταύρου)

Τρίτη 21 Απριλίου 2020

21η Απριλίου



Στην αυλή είχα μια τριανταφυλλιά. Τοσοδούτσικο ήταν το κλαδάκι που μου έφερε κάποτε ο Σταύρος, μ’ ένα μπουμπούκι. Το ’βαλα στο νερό, φούσκωσαν δυο μάτια, το φύτεψα. Έλα έλα έγινε δέντρο, τα λουλούδια της μεγάλα όσο μια ανοιχτή γροθιά, το χρώμα τους κατακόκκινο του αίματος, ξετρέλαιναν τη γειτονιά με τ’ άρωμά τους. Άλλοι έρχονταν μου ζητούσαν κλωνάρι, άλλοι έκλεβαν, πουθενά δεν έπιανε, μόνο εκεί, πλάι στην αυλόπορτά μας.

Πέμπτη ήτανε πριν την μεγαλοβδομάδα, απ’ τις προηγούμενες μέρες είχα ξεκινήσει να καθαρίζω το σπίτι για το Πάσχα. Τα ντουλάπια της κουζίνας, τα παράθυρα, τα παντζούρια, τα πατώματα, κάτι λίγα μου ’μειναν, νωρίς τα τελείωσα. Έκοψα τρία μισάνοιχτα τριαντάφυλλα, τα ’βαλα στο βάζο στο τραπεζάκι του σαλονιού. Μοσχοβόλησαν μέσα στο καθαρό σπίτι. Μπήκα στην κουζίνα ν’ αποτελειώσω το φαγητό, φακές έψηνα. Έριξα τα μυριστικά, αλατάκι, λάδι ως να πάρουν μια βράση ακόμη. Κοίταξα γύρω μου, όλα στη θέση τους, άστραφταν. «Τέτοια τάξη, τέτοια πάστρα ξετσαλακώνει την ψυχή σου», σκεφτόμουνα, «την ισιάζει». Ξαφνικά ένα αεράκι ήρθε από τον κήπο, «αμάν, ασβέστη έχω, δε βάφω και τα διαζώματα»; Μη νομίζεις, δυο τρεις λουρίδες τσιμέντο που τον χώριζαν απ’ την αυλή. Πριν καλά καλά ξεκινήσω με πρόλαβε ο Σταύρος, γύρισε από την οικοδομή, «στάσου», μου λέει, παίρνει κι αυτός μια βούρτσα, πάτα κιούτα τα τελειώσαμε, βάψαμε και τα δεντράκια μας, μια κορομηλιά, μια δάφνη, μια τζιτζιφιά, κάτασπρους τους κορμούς ως τα κλαδιά τους.
Νύχτωσε, λουστήκαμε, φάγαμε, ε πια παραδώσαμε, πέσαμε για ύπνο. Τώρα η ώρα ήτανε δύο; Ήτανε τέσσερις; Δεν ξέρω. Ακούω χτυπήματα δυνατά στην πόρτα, ανοίγω τα μάτια μου, ο Σταύρος στα σκοτεινά φορούσε το παντελόνι του, γυμνός από τη μέση και πάνω, «σουτ» κάνει με το δάχτυλο, ρίχνω εγώ μια ρόμπα στην πλάτη μου, πάει αυτός ν’ ανοίξει. Στα σκοτεινά πέφτουνε πάνω του τρεις χωροφύλακες, κλωτσιές, μπουνιές, «κερατά βαριοκοιμόσουνα; Μια ώρα χτυπάμε». Πατάω το διακόπτη, ανάβω το φως. Δυο ψιλόλιγνα παλικαράκια κι ένας κοντός, παχύς. Η κοιλιά του δεν άφηνε το γαλάζιο πουκάμισο να επανωτίσει, απ’ το ένα κουμπί στο άλλο ανοίγανε τρύπες, φαινότανε το άσπρο φανελάκι του. «Άντε», λέει στους άλλους, «πάρτε τον». Ο Σταύρος λούφαζε πεσμένος κάτω, από τη μύτη του έτρεχε αίμα. Αυτοί το τραβάνε απ’ τα χέρια, τον σηκώνουνε κι έχει το μούτρο τους μια σιχασιά. «Σταθείτε», φωνάζω, «να φέρω την μπλούζα του, ένα μαντήλι«. Γυρίζοντας από την κρεβατοκάμαρα σκοντάφτω απ’ την ταραχή μου στο τραπεζάκι του σαλονιού, παρασέρνω το ανθοδοχείο, πέφτουν τα νερά, τα τριαντάφυλλα. Ως το δρόμο πήγαινα ξοπίσω τους, νύχτα ακόμη, κανένα φως δεν άναβε. Όλη η γειτονιά κοιμότανε; Τον έβαλαν στο αυτοκίνητο. Έφυγαν. Σταύρωσα τα χέρια κι έμεινα ώρα εκεί μέσ’ στην ψύχρα της αυλής. Ούτε έκλαψα, ούτε χτυπήθηκα. Σκεφτόμουνα μόνο. «Θα βγει ζωντανός απ’ τα χέρια τους»; «Σε ποια φυλακή θα τον πάνε»; «Σε ποια εξορία θα τον στείλουνε»; Κάθε σκέψη κι ένας κρότος. Κρατς. Κρουτς. Άκουγα την ψυχή μου να τσαλακώνεται.
Ε, κάποτε ξημέρωσε μια μέρα ολομόναχη, ούτε παράθυρα άνοιξαν, ούτε πόρτες ξεκλειδώθηκαν, ούτε βήματα ούτε φωνές ακούστηκαν. Ετοιμάζω σε μια πετσέτα λίγο ψωμί, λίγο κασέρι, μια ντομάτα, ξεκινάω. Οι δρόμοι αδειανοί. Λαχανιασμένη έφτασα στο αστυνομικό τμήμα. Ρωτάω τον φρουρό αν μπορώ να δω τον Σταύρο.
-Απαγορεύεται! Τσακίσου γρήγορα και γύρνα σπίτι μην σε μπουζουριάσουνε και σένα.
-Ν’ αφήσω λίγο φαγητό;
-Τσακίσου είπα.
Εκείνη την ίδια στιγμή ένας υψηλόβαθμος βγήκε από μέσα, δυο τρεις παρατρεχάμενοι σκοτώθηκαν να χαιρετάνε, του ανοίξανε την πόρτα, μπήκε αυτός σ’ ένα αμάξι καμαρωτός καμαρωτός, ούτε ένα λύγισμα το βλέμμα του αριστερά δεξιά, έβαλε μπροστά ο οδηγός, πάτησε την κόρνα δυο φορές, ξεκίνησε. «Ένα λεπτό μόνο», μου λέει ο φρουρός χωρίς να το περιμένω, «ένα λεπτό μόνο θα τον δεις, το φαγητό θα του το δώσω εγώ». Ήτανε ένα τόσο δα παραθυράκι και τα μάτια μου απ’ το φως στο σκοτάδι δεν βοηθούσαν μα πρόλαβα να δω το μαυρισμένο του μάτι, τα ξεραμένα αίματα στο πηγούνι του, μια κοκκινάδα στο μάγουλο που απλωνόταν ως πίσω στ’ αριστερό αυτί του. Δάκρυσα. Ακούμπησε τα δυο δάχτυλα στη σίτα που μας χώριζε, θαρρείς μπορούσε να σκουπίσει τα δάκρυά μου, «είμαι καλά», είπε, τίποτε άλλο. Εγώ στεκόμουν και τον κοίταζα μουγκή, ξεροκατάπινα τις λέξεις που μου ’ρχότανε μη νομίσει πως λιποψυχώ κι έχει και τη δική μου έννοια.
Στο δρόμο του γυρισμού περπατούσα και σκεφτόμουνα το παρελθόν σα να ήταν η τελευταία φορά που ειδωθήκαμε. Μέσ’ στο κεφάλι μου όλη η ζωή μας κοβότανε σε μικρά τετραγωνάκια, μικρά αχνοπράσινα τετράγωνα που μύριζαν λαδομπογιά. Περπατούσα μόνη μου, ούτε πήρα χαμπάρι την ερημιά γύρω μου. Ώσπου κάποια στιγμή νιώθω τη γη κάτω απ’ τα πόδια μου να τραντάζεται. Στη διασταύρωση με τον κεντρικό δρόμο φάνηκαν τρία τανκς το ένα πίσω απ’ το άλλο. Πάτησα μια τρεχάλα.
Γύρισα, το σπίτι αναστατωμένο, σπασμένα γυαλιά απ’ το βάζο, σκορπισμένα τα τριαντάφυλλα, μια καρέκλα πεσμένη, το πάτωμα ματωμένο. Έβαλα την καρέκλα στη θέση της, ετοίμασα τον κουβά με το σφουγγαρόπανο, γονάτισα να μαζέψω τα γυαλιά. Τα τριαντάφυλλα είχαν ανοίξει διάπλατα μ’ ένα κόκκινο χρώμα ίδιο με το μάγουλο του Σταύρου. Έτσι όπως ήμουν μ’ έπιασε ένα παράπονο, έκλαψα πάνω απ’ τα τριαντάφυλλα. Μοιρολογούσα τ’ αύριο κι όταν πια κουράστηκα, δεν ξέρω πώς μου ’ρθε, υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην ξανακόψω ούτε ένα λουλούδι.

Από εκείνη την Παρασκευή 21 Απριλίου του ’67 ως σήμερα δεν πάτησα τον όρκο μου.

Ολυμπία Σταύρου
Κόκκινο
Εκδόσεις University Studio Press
Θεσσαλονίκη 2017





Σάββατο 23 Μαρτίου 2019

Η σημαία / Ολυμπία Σταύρου




Σούρουπο έφτασα στο σπίτι. Μπαίνω στην κρεβατοκάμαρα ν’ αλλάξω, είχα ένα μπαούλο πίσω από την πόρτα, έβαζα εκεί τα μη απαραίτητα, το βλέπω αναστατωμένο, βρε τι έγινε εδώ; –Ψάχναμε τη σημαία, μου λένε τα παιδιά. –Την ποια; –Πέρασε ένας χωροφύλακας κι είπε να κρεμάσουμε έξω από το σπίτι σημαία. –Αμάν, όλη η ένταση της μέρας ανέβηκε στο κεφάλι μου. Έσφιξαν τα μηνίγγια μου. –Τι να κάνω τώρα; Άνοιξα ένα μπόγο που είχα με υπόλοιπα από υφάσματα, άσπρο βρήκα, μπλε όμως πουθενά. Σα να μην το γνώριζα κοιτούσα γύρω γύρω όλο το σπίτι μήπως κι ανακαλύψω κάτι σε μπλε, σε γαλάζιο, σε θαλασσί να το μεταποιήσω, τίποτε. Ήρθε ο Σταύρος του τα εξιστορώ. Φούντωσε. –Δεν πάνε να γαμηθούνε, όταν εμείς δίναμε το αίμα μας για την πατρίδα αυτοί στήνανε κώλο. Η εθνικοφροσύνη τους μάρανε. Δεν πάνε να γαμηθούνε. Δεν έχουμε. Τη δώσαμε του Γλέζου πες τους να την κρεμάσει στην Ακρόπολη. Είπε, έβρισε, ξεθύμανε, πήγε να κοιμηθεί. Έμεινα μόνη μου στην κουζίνα να σκέφτομαι. Κι έτσι όπως ήμουν μεταξύ ύπνου και ξύπνιου πέφτει το μάτι μου πάνω στο τραπέζι. Ήταν ντυμένο με μια λουλακί φορμάικα. Πετάγομαι, βάζω σε μια κατσαρόλα νερό, ρίχνω μπόλικο λουλάκι μέσα, ρίχνω τέσσερα κομμάτια άσπρου πανιού. Δυο τρεις φορές έβγαλα τα πανιά, τα κοίταξα, έριξα κι άλλο λουλάκι, ήρθε κι έγινε το χρώμα που ήθελα. Τ’ άπλωσα στο σχοινί χωρίς να τα ξεβγάλω. Έβαλα το ξυπνητήρι στις τέσσερις. Στεγνώνει ρούχο η μαρτιάτικη νύχτα; Δεν το στεγνώνει. Τα μάζεψα, άναψα σίδερο τα πάτησα ε κάπως δουλεύονταν. Κάθισα στη μηχανή τα ’ραψα. Θα ’ταν δε θα ’ταν έξι η ώρα ξύπνησα το Σταύρο. –Έλα, του λέω μαλακά, έψησα καφέ, να μου βρεις κι ένα κοντάρι για τη σημαία. Βλέπει τα γαλανά μου ακροδάχτυλα, χαμογελάει. Βγάζει το στειλιάρι από ένα φτυάρι, τακ τακ με τρία καρφάκια τη στερέωσε, ανέβηκε στην ταράτσα κάπου τη στήριξε. Έριξα μια πρόχειρη ματιά, καλή μου φάνηκε. Μπήκαμε μέσα. Όσο να φτιάξω ένα τσαγάκι να το πιω, ο Σταύρος έγειρε στον καναπέ, τον ξαναπήρε ο ύπνος. Δεν ήθελα να τον ενοχλήσω, σκέφτομαι ας ξεκινήσω τις δουλειές μου απ’ την αυλή. Σκούπισα τη βεράντα, λίγα ξερά φύλλα που ’χαν πέσει ανάμεσα στις γλάστρες. Η γειτονιά άρχισε να κινείται. Κάποιοι καλοντυμένοι έφευγαν για την εκκλησία, κάποιοι άνοιγαν τα παντζούρια. Μπροστά στο σπίτι, στο δρόμο, είδα δυο τρία παλιόχαρτα, χωρίς τη σκούπα, έτσι με το χέρι, πήγα να τα μαζέψω. Κι όπως μετά το σκύψιμο ανασήκωσα το σώμα μου, καταστροφή, η σημαία μας κυμάτιζε καμαρωτή καμαρωτή. Έπεφταν λαμπερές πάνω της οι ακτίνες του ήλιου μα πουθενά μπλε ή θαλασσί ή έστω λουλακί, αλλά ένα μωβ καταμώβ του θανάτου. Λαχτάρησα. Οι άκρες του βαμμένου πανιού, έτσι υγρό όπως ήταν όταν το γάζωσα, έχυσαν το χρώμα τους, τρεμούλιαζαν τα ενώματα κι ας τα είχα ράψει ίσια. Κι ένα μωβ μπάλωμα πάνω στον άσπρο σταυρό εκεί που το αεράκι δίπλωνε το πανί. Ένα χάλι. Τρέχω, ξυπνώ τον Σταύρο, έτοιμη να βάλω τα κλάματα. –Έλα συμμάζευτην, κρύφτην να φαίνεται και να μην φαίνεται. Νωρίς νωρίς το απόγευμα την κατέβασα. Ακόμη ξέβαφε, την έκανα ένα κουβάρι, την πέταξα στα σκουπίδια. –Ας στο διάολο κι εσείς κι η εθνικοφροσύνη σας, ξέσπασα, τόση κούραση για το τίποτα, βρε δεν πάτε να γαμηθείτε, που λέει κι ο Σταύρος. Πέρασαν μήνες. Το είχα σκοπό μα δεν βόλεψε. Αύγουστος ήτανε, ήμουνα στην αγορά, το θυμήθηκα. Μπαίνω σ’ ένα μαγαζί, ρωτάω. Μπα τέτοια εποχή δε μας βρίσκεται. Ρώτα εδώ ρώτα εκεί φτάνω σ’ ένα μικρομάγαζο. Ένας γεράκος καθότανε μπροστά στην πόρτα. Το και το, θέλω μια σημαία, έχετε; Σα να τον χαστούκισα, με κοίταξε μ’ ένα άγριο βλέμμα. - Περίμενε. Ανέβηκε κάτι στενά σκαλοπάτια, πέρασαν δυο λεπτά, τον βλέπω κατεβαίνει με τη σημαία παραμάσχαλα. –Κοντάρι δεν έχω. Μωρέ ποιος το χρειαζότανε; Να ’ναι καλά το φτυάρι. Την παίρνω, πάω προς την τζαμαρία. –Ε, με μαλώνει, τι κάνεις; Καμένη εγώ απ’ το χυλό φυσώ και το γιαούρτι. –Να δω το χρώμα, τ’ απαντάω. –Τι να δεις κυρά μου όλες οι ελληνικές σημαίες γαλανόλευκες είναι. Τη θέλεις;
Το είπε με τέτοιο στόμφο, ίδιος δημόσιος κατήγορος, μου ’ρθε να την πετάξω στα μούτρα του. Αντί γι’ αυτό την έριξα ατύλιχτη στην τσάντα μου, πλήρωσα στα μουγκά κι έφυγα.

Τι; Να κοντά σιμά πλησίαζε ο Οκτώβρης. Για αστυνόμους στην πόρτα μου ήμουνα;



Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012

ΝΕΚΡΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ ΣΤΟΝ ΕΒΡΟ

Δάνεισέ μου ένα αγριοτριαντάφυλλο
να μην κρυώνει η χούφτα μου
γιατί αυτός ο χειμώνας
κρατάει δώδεκα μήνες
και τα ποτάμια φούσκωσαν

Δάνεισέ μου ένα κομματάκι όχθης
για να στεγνώνει η μετανάστευση
η δική μου
και των άλλων δέκα
που πνιγήκαμε φέτος
προσπαθώντας λαθραία
να περάσουμε τα νερά του ποταμού

ΟΛΥΜΠΙΑ ΣΤΑΥΡΟΥ

Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

Ολυμπία Σταύρου: Παραμύθια στο Ηλιόλουστο, συνέντευξη στο Κιλκίς

Παραμονή Χριστουγέννων, στο Ηλιόλουστο του Κιλκίς, καλεσμένη του Ποντιακού συλλόγου Προμηθέας:












Δυο μέρες μετά τα Χριστούγεννα, εφημερίδα Μαχητής του Κιλκίς, συνέντευξη:



Το κείμενο:

Μία λογοτέχνης με κιλκισιώτικες «ρίζες» άρχισε να καταξιώνεται ως ειδική στην θεατρική αφήγηση παραμυθιών, διοργανώνοντας και σχετικές παραστάσεις.
Πρόκειται για την Ολυμπία Σταύρου, που γεννήθηκε και ζει στην Θεσσαλονίκη, ασχολήθηκε από νωρίς με την ποίηση, και ποιήματά της δημοσιεύθηκαν στα περιοδικά «Εντευκτήριο» και «Ένεκεν». Εξέδωσε την ποιητική συλλογή «Σκόνη σε γυαλιά ηλίου» («Μπιλιέτο», Παιονία Αττικής 1997)

Η Ολυμπία Σταύρου εξειδικεύθηκε στην θεατρική αφήγηση παραμυθιών, ενώ συνεχίζει να γράφει παραμύθια.
Παραμύθια, λόγια που άντεξαν αιώνες, πετάνε από χείλη που χαίρονται να μιλάνε, κυματίζουν σε τρυφερές ψυχές και έχουν μια παγκόσμια αύρα σοφίας.
Τα παραμύθια της Ολυμπίας Σταύρου είναι χουχουλιασμένα στην μάλλινη κουβέρτα της γιαγιάς, που μπορεί να μεγάλωσε στο Πάικο, την Πίνδο ή τα Ιμαλάια, στον Καύκασο, την Οδησσό ή την Σμύρνη, στο Λονδίνο ή το Μπουένος Άυρες, σε καταυλισμό νομάδων στην ύπαιθρο, σε πέτρινο χωριουδάκι ψηλά σκαλωμένη αετοφωλιά ή σε διαμέρισμα πρώτου ορόφου σε πόλη ελληνική ή γαλλική, ρωσσική ή κινέζικη, ισπανική ή βραζιλιάνικη, πόλη του κόσμου όλου.
Παραμύθι, σαν κάτι απίστευτο! Θέατρο, σαν κάτι μη αληθινό. Αφήγηση, σαν κάτι που μπορεί και να μην έγινε.
Θεατρική αφήγηση παραμυθιού, κάτι που γίνεται, είναι αληθινό και πιστευτό.
Ιστορίες από όλον τον κόσμο, δίνονται με λόγια και αντικείμενα, μουσικές και ήχους, κίνηση και ρυθμό, έτσι ώστε η σιωπή να γίνεται ανάσα και η φωνή ουρανός με πουλιά, ο ήλιος άντρας ευθυτενής κι όλοι οι ήρωες του παραμυθιού, λυγερές κοπέλες και μαραμένες μάγισσες, νιοι και μεσόκοποι, πραματευτάδες και γαλαζοαίματοι, στοιχειά και δράκοι, ένα αντάμα, μ' ένα σκοπό: Να λάμψει το παιδικό πρόσωπο από χαρά, να σκάσει ένα μειδίαμα τα χείλη του ενήλικου.

Οι παραστάσεις της Ολυμπίας Σταύρου είναι σχεδιασμένες για μικρό ακροατήριο και πολλές ηλικίες. Ιστορίες για μεγάλους, παραμύθια για μικρούς. Από την λαϊκή παράδοση όλων των λαών, από την κλασική λογοτεχνία, από την ζωή την ίδια.
Η Ολυμπία Σταύρου απαντά στα τηλέφωνα 2310640424 και 6932197426 και συζητεί με το κοινό ώστε να προσαρμόζει κάθε φορά την παράσταση στα μέτρα της ιδιαίτερης προτίμησής του.

Για το κείμενό της, τον τρόπο της εκ μέρους της προσέγγισης της Τέχνης και τις δραστηριότητές της έδωσε πριν λίγες ημέρες την ακόλουθη συνέντευξη στο δημοσιογραφικό συγκρότημα του «Μαχητής»:

«Η τέχνη μιλά
στην ψυχή μου»

-Ποια είναι η σχέση σας με το Κιλκίς;
-Η μητέρα μου έζησε τα πρώτα χρόνια της στην Βάθη, ο σύζυγός μου γεννήθηκε στο Ηλιόλουστο στο οποίο και καταφεύγω συχνά πυκνά, ακόμα και για ένα απόγευμα ή για ένα ξημέρωμα. Λατρεύω επίσης τη Σαββατιάτικη βόλτα στο παζάρι και τα καφέ του Κιλκίς.
- Γράψατε ποίηση, αφηγείστε παραμύθια, σκηνοθετείτε θεατρικές παραστάσεις και δεν διστάσατε να υποδυθείτε πολλούς χαρακτήρες για την ανάγκη παρουσίασης ενός βιβλίου, αποδίδοντας θεατρικά μια ανθολογία έργων της ελληνικής λογοτεχνίας με θέμα τη μοτοσυκλέτα. Υπάρχει κάτι που τα συνδέει όλα αυτά;
-Όλα αυτά είναι Τέχνη που μιλάει στην ψυχή μου. Έπρεπε να βρω τον τρόπο να της ψιθυρίσω το ευχαριστώ μου. Ο κάθε άνθρωπος έχει έναν διαφορετικό τρόπο έκφρασης των συναισθημάτων και των απωθημένων του. Ο δικός μου, αν και φαίνεται πληθωρικός έτσι όπως απαριθμήσατε τις δραστηριότητές μου, είναι λιτός και βαθειάς ωρίμανσης. Έχω εκδώσει μία μόνο ποιητική συλλογή κι ας έχω στο συρτάρι μου αρκετά ποιήματα ακόμη. Δουλεύω εδώ και χρόνια δικά μου παραμύθια και μικρά διηγήματα αλλά τώρα μόλις αποφάσισα να τα βγάλω, λίγα-λίγα στο φως. Σκηνοθέτησα τέσσερις παραστάσεις για τέσσερις διαφορετικούς λόγους-προκλήσεις καλλιτεχνικού χαρακτήρα αφού έχω υποστεί ως θεατής κάθε είδους πρωτοπορία και ματαιοδοξία από ανθρώπους που εκστασιάζονται με τον Πιραντέλο και αγνοούν τον Σκαρίμπα, «αρπάζουν» ένα κείμενο και πριν το κατανοήσουν του αλλάζουν τα φώτα με περικοπές και -άκουσον, άκουσον- προσθήκες, δήθεν για τις ανάγκες της προσωπικής τους ματιάς. Έτσι λοιπόν σκηνοθέτησα πεντάχρονα και δεκάχρονα παιδιά χωρίς καμία υποχώρηση ως προς την υποκριτική τους ικανότητα, βρέθηκα να υπερασπίζομαι σύγχρονα κείμενα που δεν παπαγάλιζαν τηλεοπτικές ατάκες και γνωστές συνταγές.

«Αν δεν υπήρχαν
τέτοιοι λόγοι»

Η δεύτερη δουλειά μου συνέθετε σε μια θεατρική παράσταση κείμενα προερχόμενα από διαφορετικά είδη λόγου με μόνο κριτήριο την λογοτεχνική τους ποιότητα και την αναφορά τους στη Γυναίκα. Η θεατρική απόδοση σε ενιαίο ύφος δημοτικών τραγουδιών και αγαπημένων ποιημάτων της Δημουλά ή της Γώγου, σελίδες από ημερολόγια και λευκώματα μαζί με αποσπάσματα από μυθιστορήματα και θεατρικά έργα, θέατρο σκιών του Μόλλα και διήγημα του Χατζή, «Μάνα, Μητέρα, Μαμά» του Διαλεγμένου και Μήδεια του Μποστ, ήταν το δικό μου στοίχημα να μιλήσω σκηνοθετικά για την Γυναίκα όπως τη γνώρισα στα έργα που χάρηκα όταν τα μετέλαβα. Όπως και όταν έπρεπε να βγει προς τα έξω ένα θεατρικό στηριγμένο στην παράδοση του θεάτρου σκιών αλλά με σύγχρονο θέμα δέχτηκα να κριθώ από την ταυτόχρονη παρουσία ζωντανών ηθοποιών μπροστά στη σκηνή και χάρτινων ηρώων φωτισμένων πίσω από το πανί κι ας φαινόταν ακατόρθωτο με μια πρώτη ματιά να εμφανιστεί σκιά στον μπερντέ όταν φωτίζεται ταυτόχρονα από πίσω και από μπροστά. Αν δεν υπήρχαν τέτοιοι λόγοι, δεν θα σκηνοθετούσα. Χαίρομαι που υπήρξαν. Αν δεν είχα κουραστεί από αμέτρητες μονότονες και πληκτικές παρουσιάσεις βιβλίων δεν θα τολμούσα να βγω στη σκηνή και να διαβάσω με τον δικό μου τρόπο ποιήματα, διηγήματα και αποσπάσματα από μυθιστορήματα. Αν δεν είχα γευτεί την ομορφιά της αφήγησης από το πάθος του πατέρα μου ή της μάνας μου για τα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια δεν θα τολμούσα να αφηγηθώ παραμύθια...

«όχι μόνο ορθοφωνία»

-Οι αφηγήσεις για τον εμφύλιο πόλεμο και τις συνέπειές του σας οδήγησαν στα παραμύθια;
-Δεν υπάρχει αναίμακτο παραμύθι, δεν υφίσταται λαϊκή τέχνη αν δεν ενστερνιστεί το τραγικό και τη θυσία, δεν αναδύεται ο έρωτας αν δεν βιωθεί η απώλεια. Ναι, η εκτέλεση το 1949 του πατέρα της με συνοπτικές διαδικασίες από έκτακτο στρατοδικείο του κράτους-νικητή που έπρεπε να εξοντώσει όποιον του αντιστάθηκε και η γνωριμία της στα είκοσι με τον κόσμο των φυλακών σαν πολιτική κρατούμενη, οδήγησε τη μάνα μου σε εκπληκτικές αφηγήσεις με φόντο την ελληνική πραγματικότητα. Αυτό το πάθος της αφήγησης, η οποία κατάφερνε να έχει τη μυρωδιά του εγκλεισμού και την πνιγηρή αίσθηση της βιωμένης αδικίας, θέλησα να μιμηθώ. Τα παραμύθια που αφηγούμαι στα παιδιά φυσικά και δεν μιλάνε για τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο. Αντλούνται από την ελληνική και παγκόσμια παράδοση. Το πάθος το δικό μου και η ιδιαιτερότητα στην αφήγησή μου έχουν συγκεκριμένα γονίδια που τα γέννησαν και θα ήταν υποκρισία να τα αρνηθώ. Η αφήγηση δεν μπορεί να είναι μόνο ορθοφωνία. Χωρίς εσωτερική ένταση, όλοι οι ήχοι είναι όμοιοι και κανένα παιδί δεν θα σου χαρίσει την προσοχή του για τριάντα και πενήντα λεπτά. Σε κάθε παραμύθι νιώθω την ανάγκη να υποδύομαι ρόλους, πρέπει με την ανάσα μου και το σώμα μου να αναπαραστήσω ατμόσφαιρα και ύφος, πρέπει με τα μικροαντικείμενα και τις μεταμορφώσεις μου να γίνω ένας μικρός μάγος που απαιτεί την προσήλωση του μικρού θεατή. Όσο πιο γνωστό είναι το παραμύθι τόσο μεγαλύτερη η αγωνία για μια ενδιαφέρουσα παρουσίασή του.

«Μπαχαρικά της ψυχής»

- Το κοινό σας είναι μόνο μικρά παιδιά;
- Δουλεύω παράλληλα και αφηγήσεις για ενήλικες. Εκεί τα μέσα διαφέρουν όπως διαφέρει και ο λόγος που γίνεται μια αφήγηση σε μεγάλους ανθρώπους. Ουσιαστικά τότε πρόκειται για μια νέα πρόταση ανάγνωσης. Διηγήματα, που τα προσπέρασα διαβάζοντάς τα στο φυσικό τους χώρο, το βιβλίο ή το περιοδικό που δημοσιεύτηκαν, με συγκλόνισαν όταν τα άκουσα από μάστορες της αφήγησης στο ραδιόφωνο ή σε παρέες, που περνάνε και μ' αυτόν τον τρόπο την ώρα τους. Και έχω νωπή την εντύπωση από τις δικές μου παρουσιάσεις, όπου άνθρωποι μού επισημαίνουν ότι, ακούγοντας, ανακάλυψαν πράγματα που δεν είχαν σκεφτεί διαβάζοντας. Με τίποτε δεν μπορεί η αφήγηση να υποκαταστήσει το διάβασμα όπως ακριβώς το μπαχαρικό δεν μπορεί να πάρει τη θέση του γεύματος. Δεν του δίνει όμως μιαν άλλη διάσταση; Δεν είναι κάθε μπαχαρικό κι ένα άλλο μονοπάτι για την επίτευξη του σκοπού που είναι η τέρψη; Μπαχαρικά της ψυχής μου πασπαλίζω στα κείμενα που επιλέγω να αφηγηθώ.
- Επιμένετε στον όρο αφήγηση. Δεν διαβάζετε τα κείμενα ακόμη κι αν είναι λογοτεχνία που δεν σηκώνει παραβιάσεις;
- Αφήγηση δεν σημαίνει κατ' ανάγκην αλλοίωση. Ζήτημα ελέγχου της υπευθυνότητάς μου είναι αν δεν καταφέρω να διατηρήσω το γλωσσικό ιδίωμα και τους χυμούς μιας ιδιότροπης γραφής. Δεν έκανα τυχαία την αναφορά μου στον Σκαρίμπα πιο πάνω ή στον Μποστ. Δεν μπορείς να εκφωνήσεις μια περίληψη ενός κειμένου του Μποστ και να ισχυρίζεσαι ότι αφηγείσαι Μποστ. Φυσικά και όταν επιλέξω να αφηγηθώ Παπαδιαμάντη θα κριθώ αν αυτό που θα ακουστεί δεν θα είναι αυτό που έγραψε ο Παπαδιαμάντης. Εγώ προσπαθώ να δώσω φωνή και χρώμα σ' αυτό που έγραψε ο συγγραφέας. Πιθανόν αυτό να μην είναι απαραίτητο, θα μου πείτε. Να είναι περιττό. Να μην χρειάζεσαι βρε αδερφέ το δικό μου χρώμα! Δεκτόν. Με προσπερνάς. Όμως η ομορφιά μιας λέξης βρίσκεται ή στον ήχο της ή στο νόημά της, μας μεταφέρει μια φράση του Λικύμνιου ο Αριστοτέλης και προσθέτει: το ίδιο βέβαια και η ασχήμια της. Ελπίζω οι ήχοι των λέξεων απ' τα χείλη μου να φανερώνουν λίγη από την ομορφιά που είχε κατά νου ο συγγραφέας όταν την έγραφε. Στον Δημόκριτο αποδίδεται η φράση πως η μουσική εμφανίστηκε αργότερα από άλλες τέχνες και το αιτιολογούσε λέγοντας ότι έχει προκύψει όχι εξ ανάγκης, αλλά από περίσσεια. Πόσο αναγκαία ήταν για τη ζωή μας όμως αυτή η περίσσεια που γέννησε τη μουσική;