Φωτ.: ΕΡΑ/ΑΠΕ, από την εφ. Ελευθεροτυπία (ΙΟΣ), 25-2-2007
Γυρίζω αργά. Ξημερώματα. Ξεφορτώνομαι. Ουφ! Πονάει η πλάτη μου.
Κλειδώνω. Βγάζω το τηλέφωνο από την πρίζα, κλείνω το κινητό και
την πόρτα της κουζίνας καλά, μην αρχίσει τα μουρμουρητά το ανόητο
ψυγείο.
Ρίχνω μια τελευταία σκηνοθετική ματιά. Καλό το σκηνικό; Σωστό.
Και πριν ακόμη ακουμπήσω το κεφάλι μου στο θείο μαξιλάρι, τσιπ, τσιπ, τα ακούω. Απέναντι μια οικοδομή στα τούβλα,
μια συμμορία από σπουργίτια κάνουν πάρτυ (;).
Πετάγομαι σ’ έξαλλη κατάσταση. Βγαίνω στο μπαλκόνι.
Φωνάζω. ΣΚΑΣΜΟΣ ΡΕ ΚΩΛΟΠΟΥΛΑ! Μμμ ησυχία. Κάθομαι στο κρεββάτι, τυλίγομαι με το σκέπασμα. Ήρεμα. Ένα λεπτό. Ωραία. Δύο λεπτά. Και... γαμώτο, τσιπ. Τι; Τσιπ... τσιπ... τσιπ τσιπ... τσιπ...
τσιπ. Φουντώνω, φορτώνω, φρικάρω.
Σφεντόνες, αεροβόλα, καραμπίνες, πολυβόλα. Ποιο είναι; Άμα το πιάσω θα το φάω ζωντανό αυτό το θαρραλέο σπουργίτι. Τινάζομαι, το σεντόνι πέφτει στο πάτωμα και ξαφνικά καταλαβαίνω. Χαμογελάω, γελάω, ξεκαρδίζομαι.
Ξαναβγαίνω στο μπαλκόνι με φούρια και φωνάζω, τώρα πιο δυνατά:ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΡΕ ΣΠΟΥΡΓΕ ΓΙΓΑΝΤΑ. Μμμ ησυχία.