Πριν πολλά χρόνια… Οι εποχές βαγόνια ενός αόρατου συρμού περνάνε φορτωμένες γεγονότα. Εκείνη την άνοιξη όμως…
Δούλευα στην Εντατική Μονάδα, μόνιμη απογευματινή βάρδια 3μμ-11μμ.
Καθημερινά καθώς ανηφόριζα το δρόμο για το πέτρινο κτίριο απέναντι από την είσοδο των Εξωτερικών Ιατρείων, την έβλεπα να κάθεται σ’ ένα παγκάκι μόνη της.
Μια γέρικη αναρριχώμενη τριανταφυλλιά με λιγοστά τριαντάφυλλα πάνω από το κεφάλι της, αντί να δροσίζει την εικόνα την έκανε ακόμη πιο καταθλιπτική στα μάτια μου.
Στην Εντατική Μονάδα, ένα μήνα τώρα, νοσηλευόταν η κόρη της που «απλώς λιποθύμησε» όπως είπε στον γιατρό καθώς έδινε το ιστορικό. «Ήταν γερό το παιδί μου γιατρέ θα γίνει καλά ε»;
«Απλώς λιποθύμησε και απλώς εγκατέστησε μια βαριά εγκεφαλική αιμορραγία» μουρμούρισε αυτός.
Σε μας δε μίλησε ποτέ. Όλοι οι συνοδοί των ασθενών που έμεναν πάνω από μια εβδομάδα αλλιώς μας είχαν συνηθίσει. Από τις πρώτες μέρες κιόλας μαθαίναμε τα πάντα γύρω από την πονεμένη ιστορία τους κι όσο περνούσε ο καιρός πρόσθεταν κι άλλα κι άλλα ώσπου, η λύπη στην κορύφωσή της, μ’ έναν άγνωστο μηχανισμό μετατρεπόταν σε κούραση.
Μας κούραζαν οι συνοδοί με τα κλάματά τους, τις ιστορίες τους, τ’ αγιασμένα λάδια τους που λέρωναν τα σεντόνια των αρρώστων.
Δεν το ζήτησε ποτέ, όμως γρήγορα κατάλαβα πως κι αυτή κουραζόταν απ’ την φασαρία των άλλων συνοδών γι’ αυτό φρόντιζα να τη βάζω κρυφά απ’ την πλαϊνή πόρτα της Μονάδας σε ώρες που δεν είχε επισκεπτήριο.
Δε μ’ ευχαρίστησε ποτέ. Κάθε φορά μόνο έκανε ένα αμυδρό κούνημα του κεφαλιού εμπρός που μπορεί να ήταν και η φόρα που έπαιρνε για να βρεθεί μια στιγμή γρηγορότερα με τη μοναχοκόρη της.
Μέσα στο δωμάτιο, αφού πρώτα έριχνε μια-δυο πανοραμικές ματιές σα να το ’βλεπε για πρώτη φορά, τραβούσε μια καρέκλα και καθόταν.
Χάιδευε πρόχειρα και βιαστικά το μέτωπο της κοπέλας κι ύστερα της έπιανε το χέρι. Απαλά άγγιζε ένα ένα τα πρησμένα από την ακινησία δάκτυλα.
Ξεκινούσε από τη βάση της πρώτης φάλαγγας στριφογυριστά σα να τοποθετούσε ένα αόρατο δακτυλίδι κι ύστερα αργά κατηφόριζε στις άλλες, ώσπου χαϊδεύοντας πάντα, έφτανε στο ακροδάκτυλο, στεκόταν για λίγο πάνω στο άσπρο νύχι και με τον ίδιο τρόπο επέστρεφε πίσω για να συνεχίσει με το άλλο δάκτυλο, με το άλλο χέρι.
Μια δυο τρεις πολλές φορές γινόταν αυτή η βόλτα κι ήταν μέρες που θαρρείς αυτό δεν έφτανε, τότε γύριζε το χέρι από την ανάστροφη και ξανάρχιζε από την αρχή μια δυο τρεις πολλές φορές.
Τον κώδικα επικοινωνίας δεν τον έσπασα ποτέ.
Πολλές φορές σκεφτόμουν πως θα ήταν καλύτερα να φώναζε, να έκλαιγε σπαρακτικά, να έπιανε φιλίες μαζί μου, ακόμη και να με κατηγορούσε για κάτι έστω, μόνο να άκουγα τον ήχο του πόνου της. Γιατί τη σιωπή της τη ζήλεψα, με σημάδεψε η ησυχία που ακουμπούσε τριγύρω της και τη θυμάμαι ακόμη από κείνη τη ζεστή σαν καλοκαίρι, λίγο πριν το τέλος της άνοιξη, χρόνια πριν.
ΟΛΥΜΠΙΑ ΣΤΑΥΡΟΥ
ΥΓ
Από την ενότητα Λευκές ιστορίες
1 σχόλιο:
Δημοσίευση σχολίου