Πέμπτη 1 Μαρτίου 2007

Νωρίς το πρωί

Η φωτογραφία από εδώ.

Πρωί.
Πολύ νωρίς το πρωί.
Το ξυπνητήρι.
Έξι παρά τέταρτο. Ξυπνάω.
Πλένομαι-ντύνομαι-δεν τρώω-στολίζομαι.
Πλένω τα δόντια μου μ’ αυτήν την καυτερή οδοντόκρεμα με γεύση μέντας.
Να την αλλάξω, λέω.
Ετοιμάζομαι: πορτοφόλι, τσιγάρα, αναπτηράκι, πούντο, νάτο, δύο πακέτα χαρτομάντιλα (συνάχι μου καταραμένο).
Κλειδιά, ξεκλειδώνω, βγαίνω, κλειδώνω.
Κατεβαίνω από τις σκάλες, τέσσερις όροφοι γυμναστικής.
Στο δρόμο, η στάση δίπλα, κόσμος πολύς, αμίλητος, ακίνητος, περιμένει.
Στο δρόμο, μια γυναίκα προσπαθεί να περάσει με κόκκινο το φανάρι για πεζούς.
Στο δρόμο, ένα μπλε φιατάκι και μια τραχιά φωνή:
Άντε στην άκρη μωρή χαρχάλω!

Στο δρόμο, κοιτάζω.
Κοιτάζω στο βάθος τον ήχο που σβήνει και σκέφτομαι:
Καλή μέρα και σε σένα μάγκα!


Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2007

Ιστορία για σπουργίτια

Φωτ.: ΕΡΑ/ΑΠΕ, από την εφ. Ελευθεροτυπία (ΙΟΣ), 25-2-2007


Γυρίζω αργά. Ξημερώματα. Ξεφορτώνομαι. Ουφ! Πονάει η πλάτη μου.
Κλειδώνω. Βγάζω το τηλέφωνο από την πρίζα, κλείνω το κινητό και
την πόρτα της κουζίνας καλά, μην αρχίσει τα μουρμουρητά το ανόητο
ψυγείο.
Ρίχνω μια τελευταία σκηνοθετική ματιά. Καλό το σκηνικό; Σωστό.
Και πριν ακόμη ακουμπήσω το κεφάλι μου στο θείο μαξιλάρι, τσιπ, τσιπ, τα ακούω. Απέναντι μια οικοδομή στα τούβλα,
μια συμμορία από σπουργίτια κάνουν πάρτυ (;).
Πετάγομαι σ’ έξαλλη κατάσταση. Βγαίνω στο μπαλκόνι.
Φωνάζω. ΣΚΑΣΜΟΣ ΡΕ ΚΩΛΟΠΟΥΛΑ! Μμμ ησυχία. Κάθομαι στο κρεββάτι, τυλίγομαι με το σκέπασμα. Ήρεμα. Ένα λεπτό. Ωραία. Δύο λεπτά. Και... γαμώτο, τσιπ. Τι; Τσιπ... τσιπ... τσιπ τσιπ... τσιπ...
τσιπ. Φουντώνω, φορτώνω, φρικάρω.
Σφεντόνες, αεροβόλα, καραμπίνες, πολυβόλα. Ποιο είναι; Άμα το πιάσω θα το φάω ζωντανό αυτό το θαρραλέο σπουργίτι. Τινάζομαι, το σεντόνι πέφτει στο πάτωμα και ξαφνικά καταλαβαίνω. Χαμογελάω, γελάω, ξεκαρδίζομαι.
Ξαναβγαίνω στο μπαλκόνι με φούρια και φωνάζω, τώρα πιο δυνατά:ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΡΕ ΣΠΟΥΡΓΕ ΓΙΓΑΝΤΑ. Μμμ ησυχία.