Τρίτη 21 Απριλίου 2020

21η Απριλίου



Στην αυλή είχα μια τριανταφυλλιά. Τοσοδούτσικο ήταν το κλαδάκι που μου έφερε κάποτε ο Σταύρος, μ’ ένα μπουμπούκι. Το ’βαλα στο νερό, φούσκωσαν δυο μάτια, το φύτεψα. Έλα έλα έγινε δέντρο, τα λουλούδια της μεγάλα όσο μια ανοιχτή γροθιά, το χρώμα τους κατακόκκινο του αίματος, ξετρέλαιναν τη γειτονιά με τ’ άρωμά τους. Άλλοι έρχονταν μου ζητούσαν κλωνάρι, άλλοι έκλεβαν, πουθενά δεν έπιανε, μόνο εκεί, πλάι στην αυλόπορτά μας.

Πέμπτη ήτανε πριν την μεγαλοβδομάδα, απ’ τις προηγούμενες μέρες είχα ξεκινήσει να καθαρίζω το σπίτι για το Πάσχα. Τα ντουλάπια της κουζίνας, τα παράθυρα, τα παντζούρια, τα πατώματα, κάτι λίγα μου ’μειναν, νωρίς τα τελείωσα. Έκοψα τρία μισάνοιχτα τριαντάφυλλα, τα ’βαλα στο βάζο στο τραπεζάκι του σαλονιού. Μοσχοβόλησαν μέσα στο καθαρό σπίτι. Μπήκα στην κουζίνα ν’ αποτελειώσω το φαγητό, φακές έψηνα. Έριξα τα μυριστικά, αλατάκι, λάδι ως να πάρουν μια βράση ακόμη. Κοίταξα γύρω μου, όλα στη θέση τους, άστραφταν. «Τέτοια τάξη, τέτοια πάστρα ξετσαλακώνει την ψυχή σου», σκεφτόμουνα, «την ισιάζει». Ξαφνικά ένα αεράκι ήρθε από τον κήπο, «αμάν, ασβέστη έχω, δε βάφω και τα διαζώματα»; Μη νομίζεις, δυο τρεις λουρίδες τσιμέντο που τον χώριζαν απ’ την αυλή. Πριν καλά καλά ξεκινήσω με πρόλαβε ο Σταύρος, γύρισε από την οικοδομή, «στάσου», μου λέει, παίρνει κι αυτός μια βούρτσα, πάτα κιούτα τα τελειώσαμε, βάψαμε και τα δεντράκια μας, μια κορομηλιά, μια δάφνη, μια τζιτζιφιά, κάτασπρους τους κορμούς ως τα κλαδιά τους.
Νύχτωσε, λουστήκαμε, φάγαμε, ε πια παραδώσαμε, πέσαμε για ύπνο. Τώρα η ώρα ήτανε δύο; Ήτανε τέσσερις; Δεν ξέρω. Ακούω χτυπήματα δυνατά στην πόρτα, ανοίγω τα μάτια μου, ο Σταύρος στα σκοτεινά φορούσε το παντελόνι του, γυμνός από τη μέση και πάνω, «σουτ» κάνει με το δάχτυλο, ρίχνω εγώ μια ρόμπα στην πλάτη μου, πάει αυτός ν’ ανοίξει. Στα σκοτεινά πέφτουνε πάνω του τρεις χωροφύλακες, κλωτσιές, μπουνιές, «κερατά βαριοκοιμόσουνα; Μια ώρα χτυπάμε». Πατάω το διακόπτη, ανάβω το φως. Δυο ψιλόλιγνα παλικαράκια κι ένας κοντός, παχύς. Η κοιλιά του δεν άφηνε το γαλάζιο πουκάμισο να επανωτίσει, απ’ το ένα κουμπί στο άλλο ανοίγανε τρύπες, φαινότανε το άσπρο φανελάκι του. «Άντε», λέει στους άλλους, «πάρτε τον». Ο Σταύρος λούφαζε πεσμένος κάτω, από τη μύτη του έτρεχε αίμα. Αυτοί το τραβάνε απ’ τα χέρια, τον σηκώνουνε κι έχει το μούτρο τους μια σιχασιά. «Σταθείτε», φωνάζω, «να φέρω την μπλούζα του, ένα μαντήλι«. Γυρίζοντας από την κρεβατοκάμαρα σκοντάφτω απ’ την ταραχή μου στο τραπεζάκι του σαλονιού, παρασέρνω το ανθοδοχείο, πέφτουν τα νερά, τα τριαντάφυλλα. Ως το δρόμο πήγαινα ξοπίσω τους, νύχτα ακόμη, κανένα φως δεν άναβε. Όλη η γειτονιά κοιμότανε; Τον έβαλαν στο αυτοκίνητο. Έφυγαν. Σταύρωσα τα χέρια κι έμεινα ώρα εκεί μέσ’ στην ψύχρα της αυλής. Ούτε έκλαψα, ούτε χτυπήθηκα. Σκεφτόμουνα μόνο. «Θα βγει ζωντανός απ’ τα χέρια τους»; «Σε ποια φυλακή θα τον πάνε»; «Σε ποια εξορία θα τον στείλουνε»; Κάθε σκέψη κι ένας κρότος. Κρατς. Κρουτς. Άκουγα την ψυχή μου να τσαλακώνεται.
Ε, κάποτε ξημέρωσε μια μέρα ολομόναχη, ούτε παράθυρα άνοιξαν, ούτε πόρτες ξεκλειδώθηκαν, ούτε βήματα ούτε φωνές ακούστηκαν. Ετοιμάζω σε μια πετσέτα λίγο ψωμί, λίγο κασέρι, μια ντομάτα, ξεκινάω. Οι δρόμοι αδειανοί. Λαχανιασμένη έφτασα στο αστυνομικό τμήμα. Ρωτάω τον φρουρό αν μπορώ να δω τον Σταύρο.
-Απαγορεύεται! Τσακίσου γρήγορα και γύρνα σπίτι μην σε μπουζουριάσουνε και σένα.
-Ν’ αφήσω λίγο φαγητό;
-Τσακίσου είπα.
Εκείνη την ίδια στιγμή ένας υψηλόβαθμος βγήκε από μέσα, δυο τρεις παρατρεχάμενοι σκοτώθηκαν να χαιρετάνε, του ανοίξανε την πόρτα, μπήκε αυτός σ’ ένα αμάξι καμαρωτός καμαρωτός, ούτε ένα λύγισμα το βλέμμα του αριστερά δεξιά, έβαλε μπροστά ο οδηγός, πάτησε την κόρνα δυο φορές, ξεκίνησε. «Ένα λεπτό μόνο», μου λέει ο φρουρός χωρίς να το περιμένω, «ένα λεπτό μόνο θα τον δεις, το φαγητό θα του το δώσω εγώ». Ήτανε ένα τόσο δα παραθυράκι και τα μάτια μου απ’ το φως στο σκοτάδι δεν βοηθούσαν μα πρόλαβα να δω το μαυρισμένο του μάτι, τα ξεραμένα αίματα στο πηγούνι του, μια κοκκινάδα στο μάγουλο που απλωνόταν ως πίσω στ’ αριστερό αυτί του. Δάκρυσα. Ακούμπησε τα δυο δάχτυλα στη σίτα που μας χώριζε, θαρρείς μπορούσε να σκουπίσει τα δάκρυά μου, «είμαι καλά», είπε, τίποτε άλλο. Εγώ στεκόμουν και τον κοίταζα μουγκή, ξεροκατάπινα τις λέξεις που μου ’ρχότανε μη νομίσει πως λιποψυχώ κι έχει και τη δική μου έννοια.
Στο δρόμο του γυρισμού περπατούσα και σκεφτόμουνα το παρελθόν σα να ήταν η τελευταία φορά που ειδωθήκαμε. Μέσ’ στο κεφάλι μου όλη η ζωή μας κοβότανε σε μικρά τετραγωνάκια, μικρά αχνοπράσινα τετράγωνα που μύριζαν λαδομπογιά. Περπατούσα μόνη μου, ούτε πήρα χαμπάρι την ερημιά γύρω μου. Ώσπου κάποια στιγμή νιώθω τη γη κάτω απ’ τα πόδια μου να τραντάζεται. Στη διασταύρωση με τον κεντρικό δρόμο φάνηκαν τρία τανκς το ένα πίσω απ’ το άλλο. Πάτησα μια τρεχάλα.
Γύρισα, το σπίτι αναστατωμένο, σπασμένα γυαλιά απ’ το βάζο, σκορπισμένα τα τριαντάφυλλα, μια καρέκλα πεσμένη, το πάτωμα ματωμένο. Έβαλα την καρέκλα στη θέση της, ετοίμασα τον κουβά με το σφουγγαρόπανο, γονάτισα να μαζέψω τα γυαλιά. Τα τριαντάφυλλα είχαν ανοίξει διάπλατα μ’ ένα κόκκινο χρώμα ίδιο με το μάγουλο του Σταύρου. Έτσι όπως ήμουν μ’ έπιασε ένα παράπονο, έκλαψα πάνω απ’ τα τριαντάφυλλα. Μοιρολογούσα τ’ αύριο κι όταν πια κουράστηκα, δεν ξέρω πώς μου ’ρθε, υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην ξανακόψω ούτε ένα λουλούδι.

Από εκείνη την Παρασκευή 21 Απριλίου του ’67 ως σήμερα δεν πάτησα τον όρκο μου.

Ολυμπία Σταύρου
Κόκκινο
Εκδόσεις University Studio Press
Θεσσαλονίκη 2017