Σάββατο 23 Μαρτίου 2019

Η σημαία / Ολυμπία Σταύρου




Σούρουπο έφτασα στο σπίτι. Μπαίνω στην κρεβατοκάμαρα ν’ αλλάξω, είχα ένα μπαούλο πίσω από την πόρτα, έβαζα εκεί τα μη απαραίτητα, το βλέπω αναστατωμένο, βρε τι έγινε εδώ; –Ψάχναμε τη σημαία, μου λένε τα παιδιά. –Την ποια; –Πέρασε ένας χωροφύλακας κι είπε να κρεμάσουμε έξω από το σπίτι σημαία. –Αμάν, όλη η ένταση της μέρας ανέβηκε στο κεφάλι μου. Έσφιξαν τα μηνίγγια μου. –Τι να κάνω τώρα; Άνοιξα ένα μπόγο που είχα με υπόλοιπα από υφάσματα, άσπρο βρήκα, μπλε όμως πουθενά. Σα να μην το γνώριζα κοιτούσα γύρω γύρω όλο το σπίτι μήπως κι ανακαλύψω κάτι σε μπλε, σε γαλάζιο, σε θαλασσί να το μεταποιήσω, τίποτε. Ήρθε ο Σταύρος του τα εξιστορώ. Φούντωσε. –Δεν πάνε να γαμηθούνε, όταν εμείς δίναμε το αίμα μας για την πατρίδα αυτοί στήνανε κώλο. Η εθνικοφροσύνη τους μάρανε. Δεν πάνε να γαμηθούνε. Δεν έχουμε. Τη δώσαμε του Γλέζου πες τους να την κρεμάσει στην Ακρόπολη. Είπε, έβρισε, ξεθύμανε, πήγε να κοιμηθεί. Έμεινα μόνη μου στην κουζίνα να σκέφτομαι. Κι έτσι όπως ήμουν μεταξύ ύπνου και ξύπνιου πέφτει το μάτι μου πάνω στο τραπέζι. Ήταν ντυμένο με μια λουλακί φορμάικα. Πετάγομαι, βάζω σε μια κατσαρόλα νερό, ρίχνω μπόλικο λουλάκι μέσα, ρίχνω τέσσερα κομμάτια άσπρου πανιού. Δυο τρεις φορές έβγαλα τα πανιά, τα κοίταξα, έριξα κι άλλο λουλάκι, ήρθε κι έγινε το χρώμα που ήθελα. Τ’ άπλωσα στο σχοινί χωρίς να τα ξεβγάλω. Έβαλα το ξυπνητήρι στις τέσσερις. Στεγνώνει ρούχο η μαρτιάτικη νύχτα; Δεν το στεγνώνει. Τα μάζεψα, άναψα σίδερο τα πάτησα ε κάπως δουλεύονταν. Κάθισα στη μηχανή τα ’ραψα. Θα ’ταν δε θα ’ταν έξι η ώρα ξύπνησα το Σταύρο. –Έλα, του λέω μαλακά, έψησα καφέ, να μου βρεις κι ένα κοντάρι για τη σημαία. Βλέπει τα γαλανά μου ακροδάχτυλα, χαμογελάει. Βγάζει το στειλιάρι από ένα φτυάρι, τακ τακ με τρία καρφάκια τη στερέωσε, ανέβηκε στην ταράτσα κάπου τη στήριξε. Έριξα μια πρόχειρη ματιά, καλή μου φάνηκε. Μπήκαμε μέσα. Όσο να φτιάξω ένα τσαγάκι να το πιω, ο Σταύρος έγειρε στον καναπέ, τον ξαναπήρε ο ύπνος. Δεν ήθελα να τον ενοχλήσω, σκέφτομαι ας ξεκινήσω τις δουλειές μου απ’ την αυλή. Σκούπισα τη βεράντα, λίγα ξερά φύλλα που ’χαν πέσει ανάμεσα στις γλάστρες. Η γειτονιά άρχισε να κινείται. Κάποιοι καλοντυμένοι έφευγαν για την εκκλησία, κάποιοι άνοιγαν τα παντζούρια. Μπροστά στο σπίτι, στο δρόμο, είδα δυο τρία παλιόχαρτα, χωρίς τη σκούπα, έτσι με το χέρι, πήγα να τα μαζέψω. Κι όπως μετά το σκύψιμο ανασήκωσα το σώμα μου, καταστροφή, η σημαία μας κυμάτιζε καμαρωτή καμαρωτή. Έπεφταν λαμπερές πάνω της οι ακτίνες του ήλιου μα πουθενά μπλε ή θαλασσί ή έστω λουλακί, αλλά ένα μωβ καταμώβ του θανάτου. Λαχτάρησα. Οι άκρες του βαμμένου πανιού, έτσι υγρό όπως ήταν όταν το γάζωσα, έχυσαν το χρώμα τους, τρεμούλιαζαν τα ενώματα κι ας τα είχα ράψει ίσια. Κι ένα μωβ μπάλωμα πάνω στον άσπρο σταυρό εκεί που το αεράκι δίπλωνε το πανί. Ένα χάλι. Τρέχω, ξυπνώ τον Σταύρο, έτοιμη να βάλω τα κλάματα. –Έλα συμμάζευτην, κρύφτην να φαίνεται και να μην φαίνεται. Νωρίς νωρίς το απόγευμα την κατέβασα. Ακόμη ξέβαφε, την έκανα ένα κουβάρι, την πέταξα στα σκουπίδια. –Ας στο διάολο κι εσείς κι η εθνικοφροσύνη σας, ξέσπασα, τόση κούραση για το τίποτα, βρε δεν πάτε να γαμηθείτε, που λέει κι ο Σταύρος. Πέρασαν μήνες. Το είχα σκοπό μα δεν βόλεψε. Αύγουστος ήτανε, ήμουνα στην αγορά, το θυμήθηκα. Μπαίνω σ’ ένα μαγαζί, ρωτάω. Μπα τέτοια εποχή δε μας βρίσκεται. Ρώτα εδώ ρώτα εκεί φτάνω σ’ ένα μικρομάγαζο. Ένας γεράκος καθότανε μπροστά στην πόρτα. Το και το, θέλω μια σημαία, έχετε; Σα να τον χαστούκισα, με κοίταξε μ’ ένα άγριο βλέμμα. - Περίμενε. Ανέβηκε κάτι στενά σκαλοπάτια, πέρασαν δυο λεπτά, τον βλέπω κατεβαίνει με τη σημαία παραμάσχαλα. –Κοντάρι δεν έχω. Μωρέ ποιος το χρειαζότανε; Να ’ναι καλά το φτυάρι. Την παίρνω, πάω προς την τζαμαρία. –Ε, με μαλώνει, τι κάνεις; Καμένη εγώ απ’ το χυλό φυσώ και το γιαούρτι. –Να δω το χρώμα, τ’ απαντάω. –Τι να δεις κυρά μου όλες οι ελληνικές σημαίες γαλανόλευκες είναι. Τη θέλεις;
Το είπε με τέτοιο στόμφο, ίδιος δημόσιος κατήγορος, μου ’ρθε να την πετάξω στα μούτρα του. Αντί γι’ αυτό την έριξα ατύλιχτη στην τσάντα μου, πλήρωσα στα μουγκά κι έφυγα.

Τι; Να κοντά σιμά πλησίαζε ο Οκτώβρης. Για αστυνόμους στην πόρτα μου ήμουνα;